- βλενίδες
- (blenniidae). Οικογένεια ψαριών, της τάξης των περκομόρφων. Έχουν σώμα επίμηκες (10-50 εκ.), δέρμα γυμνό και γλοιώδες (λόγω της βλέννας που εκκρίνουν οι πολυάριθμοι δερματικοί τους αδένες). Φέρουν δύο επιμήκη πτερύγια, από ένα στη ράχη και στην κοιλιά. Είναι ψάρια παμφάγα, ωοτόκα ή ζωοτόκα, και ζουν κοντά στις ακτές, κυρίως στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες, γνωστά περισσότερο ως σαλιάρες.
Dictionary of Greek. 2013.